σεισμογραφικός

σεισμογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στη σεισμογραφία: Σεισμογραφικά όργανα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σεισμογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεισμογράφο ή στη σεισμογραφία («σεισμογραφικές παρατηρήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμογράφος*. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Δήμιτσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”